- ἁρματηλάτῃ
- ἁρματηλάτηςcharioteermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποδίνητος — ἱπποδίνητος, ον (Α) (για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek